- συνδιαβαπτίζω
- Α1. διαβρέχω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. (κυρίως το μέσ.) συνδιαβαπτίζομαια) βαπτίζομαι σε υγρό μαζί με άλλονβ) μτφ. βουτώ στην κακία ή στην αμαρτία («καὶ τοὺς μὴ συνδιαβαπτιζομένους ἔτι ταῑς ἀνθρωπίναις ἀπάταις», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διά + βαπτίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.